- στεφανωτός
- η , ό 1.1) увенчанный (венцом); 2) венчанный, законный (о супругах); 2. (η ) законная жена
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στεφανωτός — ή, ό, Ν [στεφανώνω] 1. (για συζύγους) στεφανωμένος, ιδίως με το στέφανο τού γάμου («γυναίκα τού στεφανωτή με το χρυσό στεφάνι», δημ. τραγούδι) 2. το θηλ. ως ουσ. η στεφανωτή η νόμιμη σύζυγος … Dictionary of Greek
ροδοστεφάνωτος — η, ο, Ν ροδοστεφανωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + στεφανώνω (πρβλ. δαφνο στεφάνωτος)] … Dictionary of Greek
χρυσοστεφάνωτος — η, ο, Ν χρυσοστέφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + στεφανώνω (πρβλ. δαφνο στεφάνωτος)] … Dictionary of Greek